αμφιλαφως

αμφιλαφως
    ἀμφιλαφῶς
    ἀμφι-λᾰφῶς
    обильно, богато Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμφιλαφως" в других словарях:

  • ἀμφιλαφῶς — ἀμφιλᾱφῶς , ἀμφιλαφής taking in on all sides adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BASAN — i. e. in dente, sive in ebore, aut in mutatione, vel in somno, aut confusio, vel ignominia. (Hesychius, Βασὰν, αἰσχύνη) Regia Og Regis, quae pascuis, ac nemoribus abundans cecidit in sortem dimidiae tribûs Manassis. Longitudine a torrente Iaboc,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφιλαφής — ἀμφιλαφής, ές (Α) 1. (για μεγάλα δέντρα) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, που τα κλαδιά του απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση 2. δασύς, πυκνός, κατάφυτος 3. άφθονος, υπερβολικός, δυνατός 4. υπερμεγέθης, πελώριος 5. (σπάν. για πρόσωπα) μεγάλος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»